- πιστωτικός
- -ή, -ό / πιστωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [πιστώ]1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» — ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και παροχή πιστώσεωνβ) «πιστωτική ένωση» — πιστωτικός συνεταιρισμός σχηματιζόμενος από ομάδα ανθρώπων με κάποιο κοινό σκοπό, οι οποίοι κατ' ουσίαν αποταμιεύουν από κοινού και παρέχουν δάνεια ο ένας στον άλλο με χαμηλό κόστοςγ) «πιστωτική επιστολή» — η εντολή από μία τράπεζα σε άλλη τράπεζα με την οποία το πρόσωπο που αναφέρεται σε αυτήν έχει το δικαίωμα να εισπράξει χρηματικό ποσό, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί ορισμένο μέγεθοςδ) «πιστωτική κάρτα» — μικρή κάρτα η οποία περιέχει στοιχεία ταυτότητας και παρέχει το δικαίωμα στο πρόσωπο που αναφέρεται σε αυτήν να χρεώνει περιοδικά τον λογαριασμό του με την αξία αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζειε) «πιστωτικό γραφείο» — οργανισμός που παρέχει πληροφόρηση σε εμπόρους ή άλλες επιχειρήσεις σχετιζόμενη με την πιστοληπτική ικανότητα τών πελατών τουςστ) «πιστωτικοί τίτλοι»(νομ.) αξιόγραφα στα οποία, εκτός από την ενσωμάτωση τού δικαιώματος, ισχύουν ορισμένες ειδικότερες αρχές, όπως είναι η αρχή τής γραμματοπαγείας και η αρχή τής αυτονομίας, όπως λ.χ. είναι η συναλλαγματική, το γραμμάτιο εις διαταγήν, η επιταγή, η θαλάσσια φορτωτική, τα αποθετήρια, τα ενεχυρόγραφα.
Dictionary of Greek. 2013.